- ὑπήνεγκεν
- ὑποφέρωcarry away underaor ind act 3rd sgὑποφέρωcarry away underaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμοφορώ — κοσμοφορῶ, έω (Α) [κοσμοφόρος] (για την κιβωτό τού Νώε) μεταφέρω κόσμο («ἡ Νῶε κιβωτὸς ἐν τῷ... κατακλυσμῷ κοσμοφοροῡσα... ὑπήνεγκεν τοὺς κλύδωνας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek